- πολιός
- -ά, -ό / πολιός, -ά, -όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και -ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, -άδος, Α1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ' ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.)2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές τρίχες («τὸν μὲν οὖν Παρμενίδην εὖ μάλα δὴ πρεσβύτην εἶναι σφόδρα πολιόν», Πλάτ.)αρχ.1. (ιδίως για την αφρίζουσα θάλασσα) τελείως λευκός, ολόλευκος, κάτασπρος2. σεβάσμιος λόγω ηλικίας3. παλαιός, αρχαίος («κληδὼν ἐν πολιαῑσι μένει φάμαις», Ευρ.)4. λαμπρός, φωτεινός5. (για την ατμόσφαιρα) διαυγής, καθαρός («πᾷ φύγω, ξέναι, πολιὸν αἰθέρ' ἀμπτάμενος», Ευρ.)6. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ πολιαίοι άσπρες τρίχες7. φρ. α) «πολιὰ γαστήρ»(ως σαρκασμός) γεροντική κοιλιάβ) «πολιὸν δάκρυον» — τα δάκρυα τών γερόντων.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πολιός (< *πολιFος) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *pel- «γκρίζος, φαιός» (πρβλ. πελιός, πελιδνός*) και εμφανίζει επίθημα -ιFoς, όπως και άλλα επίθ. που δηλώνουν χρώμα (πρβλ. βαλιός, πελιός). Την ύπαρξη -F- στο επίθ. πολιός αποδεικνύουν και οι μυκηναϊκοί τ. poriwa, poriwo.ΠΑΡ. πολιότητα(-της)αρχ.πολιά, πολιάζω, πολιαίνομαι, πόλιον, πολιώ, πολιώδης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πολιόθριξαρχ.πολιοειδής, πολιόκρανος, πολιοκρόταφος, πολιοπλόκαμος, πολιόσφυρος, πολιότριχος, πολιούχος, πολιοφάγος, πολιόχρωςμσν.πολιοκόρσης, πολιοπώγων, πολιοφανήςνεοελλ.πολιοεγκεφαλίτιδα(Β' συνθετικό) αρχ. επιπόλιος, μεσοπόλιος, μιξοπόλιος, ολιγοπόλιος, προπόλιος, σπαρτοπόλιος, υποπόλιος].
Dictionary of Greek. 2013.